Τα αυτομοσχεύματα είναι μοσχεύματα που λαμβάνονται από τον ίδιο τον ασθενή με διάφορες μεθόδους και από διάφορες περιοχές της στοματικής κοιλότητας (γένειο, οπισθογόμφιο τρίγωνο κ.α.) ή και εξωστοματικά από περιοχές όπως η λαγώνιος ακρολοφία, οι πλευρές, η κνήμη, τα οστά του θόλου του κρανίου κ.λ.π. Έχουν το πλεονέκτημα ότι προάγουν την οστεογένεση και δεν προκαλούν αντιδράσεις απόρριψης.
Τα ξενογενή μοσχεύματα είναι ζωικής προέλευσης συνήθως προέρχονται από βοοειδή, χοίρους ή ίππους τα οποία έχουν υποστεί την κατάλληλη επεξεργασία ώστε να είναι αντιγονικώς ουδέτερα. Τέλος υπάρχουν και τα συνθετικά οστικά υποκατάστατα τα οποία είναι υποκατάστατα μη ζωικής προέλευσης όπως βιοκεραμικά υλικά, υαλομοσχεύματα, υδροξυαπατίτης, υλικά από σκελετό κοραλιών κ.α.
Τα αλλομοσχεύματα είναι μοσχεύματα από άλλο δότη στα οποία έχει γίνει προσπάθεια μείωσης των αντιγονικών ιδιοτήτων και διακρίνονται σε φρέσκο ή κατεψυγμένο οστό, σε κατεψυγμένο και αποξηραμένο οστό, σε κατεψυγμένο και αποξηραμένο όπου έχουν αφαιρεθεί μεταλλικά στοιχεία.