Η κύστη είναι μια κοιλότητα η οποία μπορεί να βρίσκεται μέσα σε μαλακούς ιστούς ή στα οστά. Περιέχει ρευστό ή ημίρρευστο υγρό και επενδύεται με επιθήλιο.
Η συμπτωματολογία μιας κύστης εξαρτάται από το μέγεθός της αλλά και την θέση της. Κύστεις που εντοπίζονται ενδοοστικά ή έχουν μικρό μέγεθος δεν γίνονται αντιληπτές παρά μόνο ως τυχαίο ακτινογραφικό εύρημα.
Αντίθετα ευμεγέθεις κύστεις μπορεί να προκαλέσουν έκπτυξη της γνάθου, λέπτυνση και τέλος διάτρηση του οστικού πετάλου, μετατόπιση δοντιών, μετατόπιση νεύρων με αποτέλεσμα υπαισθησία ή αναισθησία της αντίστοιχης περιοχής. Στα μαλακά μόρια οι κύστεις γίνονται αντιληπτές από την αίσθηση κλυδασμού που παρουσιάζουν.
Η χειρουργική εξαίρεση ενδοοστικής κύστης πραγματοποιείται με τοπική αναισθησία (εμπότιση ή στελεχιαία). Ακολουθεί τομή του βλεννογονοπεριόστεου και δημιουργία κρημνού. Αφαιρείται το οστικό τμήμα που πιθανόν να καλύπτει την κύστη και με τη βοήθεια κοχλιαρίου γίνεται η εκπυρήνισή της.
Σκοπός της αφαίρεσης είναι η ολική εξαίρεση του κυστικού τοιχώματος. Στη συνέχεια ο κρημνός επαναφέρεται στη αρχική του θέση και το τραύμα συρράπτεται. Η μετεγχειρητική πορεία του ασθενούς είναι ομαλή με ελαφρύ οίδημα το οποίο περνά μετά την πάροδο δύο ή τριών ημερών.
Η εκπυρήνιση των κύστεων των μαλακών μορίων πραγματοποιείται με παρόμοιο τρόπο. Με τοπική αναισθησία, τομή για αποκάλυψη της κύστης , χειρουργική εξαίρεση με σκοπό την αφαίρεση του κυστικού τοιχώματος από τα μαλακά μόρια της περιοχής και συρραφή του τραύματος.
Η τεχνική αυτή αποσκοπεί στην αφαίρεση τμήματος του τοιχώματος της κύστης με αποτέλεσμα την επικοινωνία του κυστικού τοιχώματος με τη στοματική κοιλότητα.
Με την μέθοδο αυτή επιτυγχάνεται αποσυμπίεση της κυστικής κοιλότητας με αποτέλεσμα την σμίκρυνσή της και πιθανόν σε δεύτερο χρόνο την ολική της αφαίρεση. Εφαρμόζεται κυρίως σε περιπτώσεις κύστεων μεγάλου μεγέθους ή ασθενών με επιβαρυμένη υγεία.